βηχιάρης, -α, -ικο

βηχιάρης, -α, -ικο
αυτός που βήχει συχνά, ο φυματικός, ο χτικιάρης: Όταν ήταν μικρός ήταν βηχιάρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”